- ναβλιστοκτυπεύς
- ναβλ-ιστοκτῠπεύς, έως, ὁ, = foreg., Man.4.185.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναβλιστοκτυπεύς — ναβλιστοκτυπεύς, ὁ (Α) ναβλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναβλιστής + κτύπος + κατάλ. εύς αντί τού αναμενόμενου *ναβλοκτύπος (< νάβλας + κτύπος)] … Dictionary of Greek
ναβλιστοκτυπέας — ναβλιστοκτυπέᾱς , ναβλιστοκτυπεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)